Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 2660/2015 και η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 428/2007
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 2660/2015 ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ 428/2007
ΣτΕ 2660/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2013, με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 5 Οκτωβρίου 2007 αίτηση: της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που εδρεύει στην Αθήνα (Κότσικα 1Α και Πατησίων), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ιωάννη Λιναρίτη (Α.Μ. 23015), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά των: 1) ... και 15) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Επιτροπή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 428/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση
της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ι. Γράβαρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας Επιτροπής, ο
οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε
να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα σκέφτηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας (από 6.11.2007 πράξη του Προέδρου του Τμήματος), ζητείται η αναίρεση της 428/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατ’ αποδοχή προσφυγής του πρώτου από τους αναιρεσιβλήτους, ..., ακυρώθηκε η παράλειψη της αναιρεσείουσας Επιτροπής Ανταγωνισμού να αποφανθεί επί της υπ’ αριθ. 4344/19.7.2005 καταγγελίας που είχε υποβάλει ενώπιόν της ο εν λόγω αναιρεσίβλητος, ισχυριζόμενος ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας παραβίαζαν το δίκαιο του ανταγωνισμού ως προς την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Με την ίδια απόφαση η πιο πάνω προσφυγή απορρίφθηκε ως παθητικώς ανομιμοποίητη, καθ’ ο μέρος στρεφόταν, εκτός από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, και κατά του αναιρεσιβλήτου ήδη Δημοσίου, με τη σκέψη ότι το τελευταίο δεν ήταν διάδικος στη δίκη εκείνη, ενώ εξ άλλου, παρεμβάσεις που είχαν ασκήσει οι λοιποί αναιρεσίβλητοι (τα μεν φυσικά πρόσωπα, ως δικηγόροι, υπέρ του προσφεύγοντος, οι δε δύο δικηγορικοί σύλλογοι υπέρ της Επιτροπής), απορρίφθηκαν (των μεν φυσικών προσώπων ως απαράδεκτες, των δε συλλόγων επί της ουσίας).
2. Επειδή, η αναιρεσείουσα Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως ανεξάρτητη δημόσια αρχή με διακεκριμένη νομική προσωπικότητα (άρθρο 8 παρ. 1 και 16 ν. 703/1977, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), δεν υπόκειται σε καταβολή τελών και παραβόλου για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (άρθρο 28 παρ. 4 εδ β΄ν. 2579/1998, Α΄31, βλ. και ΣτΕ 3850/2013). Συνεπώς, το παράβολο των 30 ευρώ που αχρεωστήτως κατέβαλε (ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄, 1966291-2 και 864692-3/2007), πρέπει να της επιστραφεί ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης.
3. Επειδή, οι λοιποί, πλην του πρώτου, ως άνω αναιρεσίβλητοι δεν νομιμοποιούνται παθητικώς στην παρούσα δίκη. Διότι, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 1, το μεν Δημόσιο δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη ενώπιον του διοικητικού εφετείου, οι δε παρεμβάντες είναι ηττηθέντες διάδικοι. Συνεπώς, απαραδέκτως στρέφεται κατ’ αυτών η κρινόμενη αίτηση.
4. Επειδή, κατά τα λοιπά, η αίτηση ασκείται παραδεκτώς.
5. Επειδή, στο ν. 703/1977 για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού (Α΄ 278), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά τις τροποποιήσεις του με τους ν. 2296/1995 (Α΄ 43), 2837/2000 (Α΄ 178) και 3373/2005 (Α΄ 188), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «’ρθρο 1 Απαγορευόμεναι συμπράξεις 1. Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων, πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφής ενηρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον ή αποτέλεσμα την παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού. […] ’ρθρο 8 Επιτροπή Ανταγωνισμού 1. Συνιστάται Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. […] 16. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διακεκριμένη νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της. […] ’ρθρο 8β Αρμοδιότητες της Επιτροπής […] 2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού […] ιστ) ορίζει τις προτεραιότητες της δράσης της […]. ’ρθρο 9 Εξουσίες της Επιτροπής […] 1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν, μετά από σχετική έρευνα που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης, διαπιστώσει παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 και των άρθρων […του παρόντος] ή των άρθρων 81 […] της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί με απόφασή της: α) να υποχρεώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την παράβαση και να παραλείπουν αυτή στο μέλλον, β) να αποδέχεται εκ μέρους των ενδιαφερομένων […] την ανάληψη δεσμεύσεων […], γ) να επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα […], δ) να απευθύνει συστάσεις […] και να απειλήσει πρόστιμο ή χρηματική ποινή […], ε) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή […] σε περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης, […] στ) να επιβάλει πρόστιμο […].». Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του αυτού ν. 703 ορίζεται, στη μεν παράγραφο 1 ότι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει παραβάσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 […του παρόντος], καθώς και των άρθρων 81 και 82 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», στη δε παράγραφο 4 ότι «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας ή του αιτήματος του Υπουργού Ανάπτυξης» και ότι «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή, το ανώτερο, μέχρι δύο (2) μήνες.». Στον ίδιο νόμο ορίζεται ακόμη ότι «Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού […] υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών» (άρθρο 14 παρ. 1), ότι δικαίωμα προσφυγής έχει, μεταξύ άλλων, «εκείνος που υπέβαλε καταγγελία για παράβαση των διατάξεών του» (άρθρο 14 παρ. 3), και ότι οι σχετικές διαφορές, ενόσω δεν προβλέπεται ή δεν προκύπτει διαφορετική ρύθμιση, διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής – και ήδη Διοικητικής - Δικονομίας (άρθρο 16 παρ. 1). Εξ άλλου, στο μεν άρθρο 63 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται ότι σε προσφυγή υπόκεινται «οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις» (παρ. 1), ότι «παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση», και ότι «η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής.» (παρ.2)., στο δε άρθρο 79 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται ότι «αν η προσφυγή στρέφεται κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την παράλειψη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια, είτε απορρίπτει την προσφυγή.». Τέλος, στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο «Κανονισμό Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού» (963/2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Ανάπτυξης, Β΄ 361), ρυθμίζεται η διαδικασία για τη συζήτηση των υποθέσεων ενώπιον της Επιτροπής και την έκδοση των αποφάσεών της και προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι «Σε περίπτωση που κατά τη διάσκεψη ανακύψουν ζητήματα, για την επίλυση των οποίων απαιτείται να προσκομισθούν από τα μέρη περισσότερα στοιχεία ή να διεξαχθεί από τη Γραμματεία περαιτέρω έρευνα, η Επιτροπή εκδίδει σχετικώς προδικαστική απόφαση. […]». (άρθρο 22 παρ. 4).
6. Επειδή, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως εκ της φύσεως και του έργου της, έχει ευρεία ευχέρεια να καθορίζει την προτεραιότητα των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν της και να διαθέτει για κάθε μια το χρόνο που εκτιμά αναγκαίο. Την ευχέρειά της όμως αυτή, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της, οφείλει να την ασκεί με τρόπο συστηματικό και διαφανή, αξιολογώντας και συγκρίνοντας προς τούτο τις εκκρεμείς υποθέσεις βάσει πρόσφορων κριτηρίων, αναγομένων στη σοβαρότητα, την πολυπλοκότητα, τον επείγοντα χαρακτήρα τους κ.λπ. Εν όψει αυτών, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, κατά την οποία η Επιτροπή «υποχρεούται να εκδώσει απόφαση» μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την υποβολή τής σχετικής καταγγελίας, ναι μεν δεν καθιερώνει την προθεσμία αυτή ως αποκλειστική για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της οικείας υποθέσεως ούτε καθιστά μετά ταύτα την Επιτροπή κατά χρόνο αναρμόδια, σύμφωνα, άλλωστε, και με τη γενική αρχή περί του ενδεικτικού, κατ’ αρχήν, χαρακτήρα των προθεσμιών που τάσσονται από το νόμο προς τη Διοίκηση ? έχει όμως την έννοια η εν λόγω διάταξη, εν όψει και της χαρακτηριστικής αυστηρότητας στη διατύπωσή της (εξάμηνη προθεσμία δυνάμενη να παραταθεί «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας […] το ανώτερο μέχρι δύο μήνες»), ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει σε κάθε περίπτωση να τοποθετηθεί επί της συγκεκριμένης καταγγελίας μέσα στις πιο πάνω προθεσμίες: Είτε εκφέροντας οριστική κρίση, είτε παραγγέλλοντας, με προδικαστική απόφαση, περαιτέρω έρευνα ή συμπλήρωση στοιχείων, είτε, εφ’ όσον δεν είναι ώριμη να αποφανθεί επί της ουσίας, εκδίδοντας, πάντως, και στην περίπτωση αυτή, εμπροθέσμως πράξη και καθορίζοντας αιτιολογημένα, κατά τα προεκτεθέντα, τα της προτεραιότητας και της πορείας της υποθέσεως ενώπιόν της. Στην αντίθετη περίπτωση, με την άπρακτη παρέλευση των πιο πάνω προθεσμιών, στοιχειοθετείται, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, παράλειψη οφειλομένης ενεργείας της, προσβλητή επί ακυρώσει με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού εφετείου.
7. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κώδικα περί Δικηγόρων που είχε κυρωθεί με το ν.δ. 3026/1954 (Α΄235), «Ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα ν’ ασκή το λειτούργημα αυτού εν τη περιφερεία του Συλλόγου ούτινος είναι μέλος […], απαγορεύεται όμως αυτώ να δικηγορή εις δικαστήρια εκτός της περιφερείας του Συλλόγου εδρεύοντα […]». (Βλ.και τις ειδικότερες σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 54 – 57 του ίδιου Κώδικα).
8. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο πιο πάνω αναιρεσίβλητος Αθανάσιος Πιτσιόρλας (εφεξής «ο αναιρεσίβλητος»), δικηγόρος παρ’ εφέταις και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, υπέβαλε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού την υπ’ αριθ. 4344/19.7.2005 καταγγελία, αφ’ ενός μεν εις βάρος των Δικηγορικών Συλλόγων Χαλκιδικής και Κιλκίς «και ευρύτερα όλων των μικρών περιφερειακών δικηγορικών συλλόγων της χώρας» για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού ως προς την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, «με την παρεμπόδιση ή απαγόρευση της παράστασης δικηγόρων εγγεγραμμένων σε άλλους δικηγορικούς συλλόγους ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων της δικαστικής περιφέρειάς τους», αφ’ ετέρου δε εις βάρος όλων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας για παραβίαση ομοίως του δικαίου του ανταγωνισμού «με την απαγόρευση της παράστασης στην υπογραφή συμβολαίων στην περιφέρεια κάθε πρωτοδικείου δικηγόρων εγγεγραμμένων σε άλλους δικηγορικούς συλλόγους.». Ειδικότερα, με την εν λόγω καταγγελία του ο αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι, κατά την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, οι καταγγελλόμενοι σύλλογοι, με σχετικές «αποφάσεις και πρακτικές» τους (σύσταση «τυπικά ή άτυπα» «συλλογικών μηχανισμών νομιμοποίησης», όπως σχετικού «ειδικού ταμείου» κ.ά.), παραβίαζαν τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 703/1977, καθώς και τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού (άρθρα 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και 1 Κανονισμού 1/2003), και ζήτησε από την Επιτροπή να διενεργήσει σχετική έρευνα και να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Ακολούθως, μετά την άπρακτη παρέλευση έξι μηνών, άσκησε την ένδικη προσφυγή κατά της παράλειψης της οφειλόμενης, όπως ισχυρίσθηκε, ενέργειας της Επιτροπής να αποφανθεί επί της καταγγελίας του αυτής. Το διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι, κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, η Επιτροπή Ανταγωνισμού «υποχρεούται να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης καταγγελίας είτε απορρίπτοντας είτε δεχόμενη αυτή», ότι «σε περίπτωση που δεν αποφαίνεται επί παρόμοιας καταγγελίας που έχει υποβληθεί ενώπιόν της παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, η οποία συντελείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με την πάροδο άπρακτης της ειδικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών ή οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας», και ότι, εν όψει των ανωτέρω, εφ’ όσον εν προκειμένω η Επιτροπή «δεν επιλήφθηκε της καταγγελίας του προσφεύγοντος […] που υποβλήθηκε στις 19.7.2005, και δεν εξέδωσε σχετική απόφαση μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την υποβολή της αλλά ούτε και μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών , μετά από τυχόν παράταση της προθεσμίας των έξι (6) μηνών, παρέλειψε οφειλόμενη ενέργεια», «κατ’ ακολουθίαν [δε], και δεδομένου ότι η πρώτη από τις προθεσμίες αυτές είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής (10.3.2006) και η δεύτερη κατά το χρόνο της συζήτησής της (27.9.2006), η σχετική παράλειψη [της Επιτροπής] παραδεκτώς προσβαλλ[όταν]» με την ένδικη προσφυγή και έπρεπε να ακυρωθεί. Ισχυρισμός, εξ άλλου, της Επιτροπής ότι οι πιο πάνω προθεσμίες δεν είναι αποκλειστικές αλλά ενδεικτικές, ότι, ως εκ τούτου, από την άπρακτη παρέλευσή τους δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, και ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε παρέλθει εύλογος χρόνος «γιατί η διερεύνηση της [ένδικης] καταγγελίας απαιτ[ούσε] σύνθετη έρευνα και συντονισμό […] ενεργειών […]», απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη «ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη νομική εκδοχή […], γιατί, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ο χαρακτηρισμός της πιο πάνω ειδικής προθεσμίας του νόμου δεν συνδέεται με τη συντέλεση ή μη της προσβαλλόμενης με την προσφυγή παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας και το δικαίωμα του καταγγείλαντος σε παροχή δικαστικής προστασίας μετά την άπρακτη πάροδο αυτής αλλά με τη δυνατότητα της Αρχής να εκδώσει έγκυρη απόφαση ή όχι μετά την πάροδό της.». Κατόπιν αυτών, ακυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη η «παράλειψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού να αποφανθεί επί της 4344/19.7.2005 καταγγελίας του προσφεύγοντος» και παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Επιτροπή «προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί της πιο πάνω καταγγελίας.».
9. Επειδή, όπως συνάγεται από το όλο
περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι
με την παρέλευση των νομίμων ως άνω προθεσμιών, ανέκυπτε για την Επιτροπή
Ανταγωνισμού υποχρέωση να αποφανθεί επί της ένδικης καταγγελίας, όχι
αποφασίζοντας κατ’ ανάγκην οριστικά επί της ουσίας της ή καθιστάμενη μετά ταύτα
αναρμόδια ν’ αποφανθεί, αλλ’ εκδίδοντας πράξη υπό την έννοια που εξετέθη στην
ανωτέρω σκέψη 6. Την παράλειψη της εκδόσεως τέτοιας πράξεως θεώρησε το
δικαστήριο ως παραδεκτώς προσβαλλόμενη με την προσφυγή και την ακύρωσε, κατά τ’
ανωτέρω, παραπέμποντας την υπόθεση στην Επιτροπή για ν’ αποφανθεί επ’ αυτής. Η
κρίση αυτή είναι, κατά τα εκτεθέντα στην εν λόγω σκέψη 6, νομίμως και επαρκώς
αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση
είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ειδικότερα δε καθόσον αποδίδεται με αυτά άλλη
έννοια στα κριθέντα με την αναιρεσιβαλλομένη (περί αποκλειστικού χαρακτήρα των
προθεσμιών, υποχρέωσης εκδόσεως οριστικής αποφάσεως κ.λπ.) ως ερειδόμενα επί
εσφαλμένης προϋποθέσεως.
10. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος
αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του αχρεωστήτως καταβληθέντος από αυτήν παραβόλου, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2013 και στις 16 Απριλίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Ιουνίου 2015.
Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος
Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 14ο Τριμελές
Αριθμός 428/2007
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2006, με δικαστές τους: Γεωργία Πετράκη-Γιαννοπούλου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Βασιλική Δημητροπούλου - Εισηγήτρια - και Κλημεντία Πραγκαστή, Εφέτες Δ.Δ., και γραμματέα την Ουρανία Μεγαλοοικονόμου, δικαστική υπάλληλο για να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία 5 Μαρτίου 2006.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής :
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκαν το νόμιμο παράβολο και τα νόμιμα τέλη συζήτησης (σχ. τα 520868, 520869, 520709 και 520713 ειδικά έντυπα), επιδιώκεται η ακύρωση της παράλειψης της Επιτροπής Ανταγωνισμού να επιληφθεί της 4344/19.7.2005 καταγγελίας του προσφεύγοντος ..., δικηγόρου παρ' εφέταις και μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, σε βάρος των Δικηγορικών Συλλόγων Χαλκιδικής και Κιλκίς και όλων των μικρών δικηγορικών συλλόγων της χώρας, για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία της δικαστικής τους περιφέρειας, και σε βάρος όλων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών κατά την υπογραφή συμβολαίων στην περιφέρεια κάθε πρωτοδικείου.
2. Επειδή, στο άρθρο 27 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι : «Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους.», και στο άρθρο 30 παρ. 1 αυτού ότι : «Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διαδίκων ορίζονται δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα...». Εξάλλου, στο άρθρο 44 του ν.δ/τος 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων» ( φ.235) ορίζεται ότι : «Ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα ν' ασκή το λειτούργημα αυτού εν τη περιφερεία του Συλλόγου ούτινος είναι μέλος, μη υποκείμενος εις ουδεμίαν και καθ' οιονδήποτε τρόπον προηγουμένην άδειαν ασκήσεως οιασδήποτε αρχής, απαγορεύεται όμως αυτώ να δικηγορή εις δικαστήρια εκτός της περιφερείας του Συλλόγου εδρεύοντα, πλην των ρητών εν άρθρ. 56 και 57 εξαιρέσεων.». Περαιτέρω, στο άρθρο 54 του ίδιου ν.δ/τος, όπως συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, ορίζεται ότι: «1. Ο παρ' Ειρηνοδικείω... 2. Ο παρά Πρωτοδικείω ..3. Ο παρ' Εφετείω Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργή τας σχετικάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον του παρ'ώ διατελεί Εφετείου, ενώπιον του εν τη έδρα αυτού Πρωτοδικείου και ενώπιον των εν τη περιφερεία του Πρωτοδικείου τούτου Ειρηνοδικείων, υπό την επιφύλαξιν της παρ.2 του παρόντος άρθρου. Εξαιρετικώς ο παρ' Εφετείω Αθηνών Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και ενεργή τας σχετικάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς και ενώπιον των εν τη περιφερεία τούτων Ειρηνοδικείων, υπό την επιφύλαξιν της παρ.2 του παρόντος άρθρου, άπαντες δε οι Δικηγόροι παρ' Εφετείω δικαιούνται να παρίστανται ενώπιον οιουδήποτε Πρωτοδικείου ή Ειρηνοδικείου, της περιφερείας του παρ'ώ διατελούσιν Εφετείου, ως και ενώπιον οιουδήποτε Εφετείου του Κράτους, εν συμπράξει όμως πάντοτε μετά Δικηγόρου διατελούντος παρά τοις Δικαστηρίοις τούτοις. Ο παρ' εφετείω δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργή διαδικαστικάς πράξεις και ενώπιον του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου. 4. Ο παρ' Αρείω Πάγω Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργή τας σχετικάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, Πρωτοδικείου Αθηνών και Πειραιώς, ως και ενώπιον των εν τη περιφερεία των Πρωτοδικείων τούτων Ειρηνοδικείων δικαιούται δε προσέτι να παρίσταται ενώπιον των Δικαστηρίων του κράτους εν συμπράξει όμως πάντοτε μετά Δικηγόρου διατελούντος παρά τοις Δικαστηρίοις τούτοις. 5. Δικηγόροι διωρισμένοι εις την περιφέρειαν του Πρωτοδικείου Πειραιώς δικαιούνται να παρίστανται και ενεργώσι τας σχετικάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον των εν Αθήναις Δικαστηρίων εφ' όσον έχουσι τα κατά το άρθρ. 36 παρ. 2 νόμιμα προσόντα, οι δε Δικηγόροι οι διωρισμένοι παρά τη περιφερεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαιούνται επίσης να παρίστανται και να ενεργώσι τας αυτάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον των Δικαστηρίων Πειραιώς. 6. Δικηγόρος διωρισμένος παρά πρωτοδικείω, το οποίον δεν εδρεύει εις την έδραν εφετείου, προαχθείς εις δικηγόρον παρ' εφέταις, δύναται να παρίσταται ενώπιον του εφετείου παρ' ώ προήχθη και διά πάσαν ανατιθεμένην εις τούτον πολιτικήν υπόθεσιν. 7. Δικηγόρος παρ' εφέταις, πλην των παρά τοις εφετείοις Αθηνών και Πειραιώς, δύναται, μετά δεκαετή άσκησιν του λειτουργήματος, εξής εξαετή παρ'εφέταις, να συμπαρίσταται ενώπιον του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά δικηγόρου Αθηνών ή Πειραιώς, διατελούντος παρ' αυτοίς επί αναιρέσεων κατ' αποφάσεων εκδοθεισών επί υποθέσεων τας οποίας ούτος εχειρίσθη πρωτοδίκως ή κατ' έφεσιν. 8. Δικηγόροι μη έχοντες την ιδιότητα μέλους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς, προαγόμενοι παρ' Αρείω Πάγω, παρίστανται ενώπιον του Αρείου Πάγου και ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας πάντοτε μετά δικηγόρου μέλους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς και μόνο επί αναιρέσεων κατ' αποφάσεων εκδοθεισών επί υποθέσεων τας οποίας ούτοι εχειρίσθησαν πρωτοδίκως ή κατ' έφεσιν.».
3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας θεσπίζεται ως διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση και διεξαγωγή της δίκης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και η δικολογική ικανότητα, με την έννοια ότι, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, οι ιδιώτες διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα δικαστήρια αυτά και να ενεργούν τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις με πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, απαιτείται να έχει την ικανότητα προς επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα (ν.δ. 3026/1954). Επομένως, αν ασκηθεί ένδικο βοήθημα ή διενεργηθεί διαδικαστική πράξη από δικηγόρο στον οποίο δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τον Κώδικα αυτό το εν λόγω ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο και η διαδικαστική πράξη άκυρη, Εξάλλου, από τις διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα, που παρατέθηκαν, συνάγεται ότι ο δικηγόρος παρ' εφετείω και ο δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω δικαιούνται να παρίστανται και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του εφετείου στο οποίο διατελούν, δηλαδή ενώπιον του εφετείου και του διοικητικού εφετείου της περιφέρειας του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλη, αλλά και ενώπιον οιουδήποτε άλλου εφετείου και διοικητικού εφετείου με σύμπραξη, όμως, στη δεύτερη περίπτωση δικηγόρου που διατελεί σ'αυτό, δηλαδή δικηγόρου που είναι μέλος του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του συγκεκριμένου εφετείου και διοικητικού εφετείου. Και ναι μεν έχει κριθεί (0λ.Σ.τ.Ε 196/1984, Α.Π 753/2006) ότι ο δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω,ο οποίος δεν είναι μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, όπως και οι συνάδελφοί του που είναι μέλη των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς, χωρίς τη σύμπραξη αυτών, πλην το δικαίωμα του αυτό δεν του παρέχει τη δυνατότητα να παρίσταται και να διενεργεί χωρίς τη σύμπραξη τούτων και διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθόσον τα Δικαστήρια αυτά δεν ανήκουν στην περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλος, στην οποία ανήκουν το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Αρειος Πάγος, τα οποία ως Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας έχουν αρμοδιότητα που καλύπτει ολόκληρη την Επικράτεια.
4. Επειδή, στο άρθρο 8 παρ.1 και 16 του ν. 703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας τού ελευθέρου ανταγωνισμού» (φ.278), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2296/1995 (φ. 43) και την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 2837/2000 (φ. 178) και συμπληρώθηκε από την παρ. 9 του άρθρου 10 του ν. 3373/2005 (φ. 188/2.8.2005), ορίζεται ότι : « Συνιστάται Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. ..Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Εποπτεύεται από τον Υπουργό Εμπορίου...16. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διακεκριμένη νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της.». Περαιτέρω, στο άρθρο14 παρ.1 και 3 του πιό πάνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 14 περ. α΄του άρθρου 4 του ν. 2296/1995 , την παρ. 25 περ. α΄του άρθρου 1 του ν. 2837/2000 και την παρ. 14 περ.β΄ του άρθρου 4 του ν. 2296/1995, ορίζεται ότι : «Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 4γ παρ. 3 του παρόντος νόμου, υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή τους. 2...3. Δικαίωμα προσφυγής έχουν: α) οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, κατά των οποίων εκδόθηκε η απόφαση, β) εκείνος που υπέβαλε καταγγελία για παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου, γ) το Δημόσιο διά του Υπουργού Εμπορίου, δ) οποιοσδήποτε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον», και στο άρθρο 16 παρ.1 και 3 τούτου, όπως ισχύει, ότι : «1. Εξαιρουμένης της περιπτώσεως καθ' ην εν τω παρόντι νόμω προβλέπεται ή εξ αυτού προκύπτει διάφορος ρύθμισις, εις τας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διεξαγομένας κατ' αυτόν δίκας εφαρμόζονται, ως εκάστοτε ισχύουν, αι διατάξεις του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, ..., ιδία δε αι αναφερόμεναι εις την δικαιοδοσίαν και αρμοδιότητα των δικαστηρίων, ..., την παράστασιν κατά την συζήτησιν, τους θεμελιώδεις κανόνας διεξαγωγής της δίκης, τας εκθέσεις και τα δικόγραφα, τας επιδόσεις, τας προθεσμίας, τας δικονομικάς ακυρότητας, την προσφυγήν και τους προσθέτους λόγους, την προπαρασκευήν της συζητήσεως, την επ' ακροατηρίου συζήτησιν,…3. Στις δίκες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να παρεμβαίνουν και επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συνέπραξαν..., καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον.». Εξάλλου, στο άρθρο 65 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του πιό πάνω άρθρου 16 του ν.703/1977, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο αυτό, εφαρμόζονται και γιά την εκδίκαση από τα διοικητικά δικαστήρια των διαφορών που αναφύονται από την εφαρμογή του, ορίζεται ότι : « Στη δίκη που δημιουργείται ύστερα από άσκηση προσφυγής, παθητικώς νομιμοποιείται το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο ανήκει το όργανο που εξέδωσε την πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της», στο δε άρθρο 114 του ίδιου Κώδικα ότι : «1. Στα πρόσωπα που, κατά τα προηγούμενα άρθρα, νομιμοποιούνται να ασκήσουν παρέμβαση, ανακοινώνεται η δίκη, με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου, από οποιονδήποτε διάδικο. 2. Η παρέμβαση ασκείται με ιδιαίτερο έγγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο και, με τη φροντίδα του παρεμβαίνοντος, επιδίδεται, με την ποινή του απαραδέκτου, σε κυρωμένο αντίγραφο, στους διαδίκους τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 126. Η παράλειψη της πιο πάνω επίδοσης καλύπτεται αν εκείνος προς τον οποίο αυτή έπρεπε να γίνει παρίσταται στο ακροατήριο και δεν αντιλέγει»
5. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εποπτεύεται από τον Υπουργό Εμπορίου ( ήδη Ανάπτυξης) και ότι έχει διακεκριμένη νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της. Συνεπώς, στις δίκες που ανοίγονται με προσφυγή κατά απόφασης ή παράλειψης της Επιτροπής Ανταγωνισμού παθητικώς νομιμοποιείται μόνο η Επιτροπή αυτή και όχι το Ελληνικό Δημόσιο. Στις δίκες δε αυτές μπορεί να παρεμβαίνει οποιοσδήποτε τρίτος ο οποίος έχει έννομον συμφέρον, με την άσκηση νομοτύπως παρέμβασης ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού εφετείου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 114 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης παρέμβασης προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου ασκείται είναι η κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του διοικητικού εφετείου τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και η κοινοποίηση αυτού από τον παρεμβαίνοντα στους διαδίκους μέσα στην ίδια προθεσμία Εξάλλου, η παράσταση στο ακροατήριο και μη εναντίωση των διαδίκων προς τους οποίους έπρεπε να γίνει η κοινοποίηση θεραπεύει τις τυχόν πλημμέλειες της κοινοποίησης όχι όμως και την έλλειψη κατάθεσης ή πλημμέλειες κατά την κατάθεση του δικογράφου της παρέμβασης που έχουν ως συνέπεια το απαράδεκτο αυτής, όπως συμβαίνει όταν το δικόγραφο της εν λόγω παρέμβασης κατατίθεται σε χρόνο μικρότερο των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. ( για την παρέμβαση σχ.Σ.τ.Ε 2925/2002)
6. Επειδή, ο προσφεύγων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του ως δικηγόρου παρ'εφέταις. Ενόψει, όμως, των όσων έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας απόφασης και του ότι αυτός είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και όχι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ή του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, η παράσταση αυτού πρέπει να κηρυχτεί άκυρη. Εξάλλου, η προσφυγή του, κατά το κεφάλαιο της που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί γιά έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης τούτου, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού του, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας απόφασης, μετά την ισχύ του ν. 3373/2005 (2.8.2005) σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθού διάδικος είναι μόνον η ίδια και όχι το Ελληνικό Δημόσιο.
7. Επειδή, υπέρ του προσφεύγοντος άσκησαν, με κοινό δικόγραφο, παρέμβαση, γιά την οποία καταβλήθηκαν το νόμιμο παράβολο και τα νόμιμα τέλη συζήτησης (σχ. τα 30846652/27.9.2006 και 30846653/27.9.2006 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ ΚΑ΄ Αθηνών), οι δικηγόροι παρ' Αρείω Πάγω ... . Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πρώτος και τρίτος από αυτούς παραστάθηκαν αυτοπροσώπως, με την παραπάνω ιδιότητα τους, και ο δεύτερος διά του πρώτου, ο οποίος υπογράφει και το δικόγραφο της παρέμβασης. Ενόψει, όμως, των όσων έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας απόφασης και του ότι οι δικηγόροι που παραστάθηκαν είναι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και όχι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ή του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, η παράσταση των παρεμβαινόντων πρέπει να κηρυχτεί άκυρη. Περαιτέρω, γιά τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η παρέμβαση αυτών που υπογράφεται από τον πιο πάνω δικηγόρο ... Ακόμη, υπέρ του προσφεύγοντος άσκησαν, με κοινό δικόγραφο, παρέμβαση, γιά την οποία καταβλήθηκαν το νόμιμο παράβολο και τα νόμιμα τέλη συζήτησης (σχ. τα 37268477/26.92006 και 37268478/26.92006 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών), οι δικηγόροι ... , μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Η παρέμβαση αυτή, όπως προκύπτει από τη σχετική πράξης κατάθεσης που βρίσκεται στο σώμα της, ασκήθηκε στις 22.9. 2006, δηλαδή πέντε (5) ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 27.9.2006. Ενόψει αυτών και των όσων έγιναν δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας απόφασης, η εν λόγω παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
8. Επειδή, υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού άσκησε παρέμβαση, γιά την οποία καταβλήθηκαν τα νόμιμο παράβολο και τα νόμιμα τέλη συζήτησης (σχ. τα 939459-939461 ειδικά έντυπα παραβόλου και το 4380/9.6.2006 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ ΚΑ΄ Αθηνών), το ν.π.δ.δ, με την επωνυμία « Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών». Επίσης, άσκησε παρέμβαση, γιά την οποία καταβλήθηκαν το νόμιμο παράβολο και τα νόμιμα τέλη συζήτησης (σχ. τα 939427- 939429 ειδικά έντυπα παραβόλου και το 5746/24.7.2006 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ ΚΑ΄ Αθηνών), το ν.π.δ.δ, με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκιδικής». Οι παρεμβάσεις αυτές, οι οποίες ασκούνται με έννομον συμφέρον, αφού η καταγγελία που προαναφέρθηκε και που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού αφορούσε και τους Δικηγορικούς αυτούς Συλλόγους, και οι οποίες κοινοποιήθηκαν, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά κοινοποίησης τους, σε όλους τους διαδίκους τριάντα( 30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είναι τυπικά δεκτές.
9. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ.1 του ν.
703/1977 ορίζεται ότι : «Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων,
πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφής ενηρμονισμένη
πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον ή αποτέλεσμα την
παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού, ιδία δε αι
συνιστάμεναι εις :...» και στο άρθρο 9 παρ.1 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε από
την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3373/2005, ότι : «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν,
μετά από σχετική έρευνα που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν
καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης, διαπιστώσει παράβαση της παρ. 1
του άρθρου 1 και των άρθρων 2, 2α και 5 ή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί με απόφαση της: α) να υποχρεώσει τις
ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την παράβαση
και να παραλείπουν αυτή στο μέλλον, β) να αποδέχεται, εκ μέρους των
ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, την ανάληψη δεσμεύσεων, με
τις οποίες θα παύει η παράβαση, και να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές
υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις, γ) να επιβάλει μέτρα συμπεριφοράς ή
διαρθρωτικού χαρακτήρα, τα οποία πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα για την
παύση της παράβασης και ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα αυτής. Μέτρα
διαρθρωτικού χαρακτήρα επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είτε
δεν υφίστανται εξίσου αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς είτε όλα τα εξίσου
αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς είναι ενδεχομένως οχληρότερα από τα μέτρα
διαρθρωτικού χαρακτήρα, δ) να απευθύνει συστάσεις σε περίπτωση παράβασης των
άρθρων 1, 2 και 2α, όπως προστίθενται με τον παρόντα νόμο 703/1977, και να
απειλήσει πρόστιμο ή χρηματική ποινή ή και τα δύο, σε περίπτωση συνέχισης ή
επανάληψης της παράβασης, ε) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική
ποινή ή και τα δύο, όταν με απόφαση της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη της
παράβασης, στ) να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων
που υπέπεσαν στην παράβαση.». Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του ίδιου νόμου, όπως
συμπληρώθηκε από την παρ.1 περ.β του άρθρου 6 του ν. 2296/1995, οριζόταν ότι :
«1. Εις καταγγελίαν περί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 1 παράγραφος 1 και
2 δικαιούται παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον.. 2... 3...4. Η Επιτροπή
Ανταγωνισμού υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την
ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η
υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει
την προθεσμία αυτή από δίμηνο» . Ήδη στο άρθρο αυτό, όπως αντικαταστάθηκε από
το άρθρο 24 του ν. 3373/2005, ορίζεται ότι : «1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει παραβάσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1,
του άρθρου 2α και της παρ. 10 του άρθρου 5, καθώς και των άρθρων 81 και 82 της
Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. 2... 3...4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού
υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία
υποβολής της καταγγελίας ή του αιτήματος του Υπουργού Ανάπτυξης. Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή
Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή, το ανώτερο, μέχρι δύο (2)
μήνες.»,. Τέλος, στο άρθρο 31 παρ.2 του παραπάνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από
την παρ.8 του άρθρου 6 του ν. 2296/1995 και τις υποπερ. β και γ της περ. 9 του
άρθρου 26 του ν. 3373/2005 , ορίζεται ότι : «Η προσφυγή, η αίτηση αναίρεσης, η
ανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης και η παρέμβαση, που ασκούνται σύμφωνα με τις
διατάξεις του παρόντος νόμου στα διοικητικά δικαστήρια,…πρέπει, με την ποινή
του απαραδέκτου, να συνοδεύονται από γραμμάτιο καταβολής παραβόλου 300 ευρώ και
γραμμάτιο καταβολής τελών συζητήσεως 100 ευρώ, που εκδίδονται από το αρμόδιο
δημόσιο ταμείο. Ως προς την απόδοση του παραβόλου εφαρμόζονται οι διατάξεις του
άρθρ. 71 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας και... Από την υποχρέωση αυτή
απαλλάσσεται το Δημόσιο.». Εξάλλου, στο άρθρο 63 του Κώδικα Διοικητικής
Δικονομίας, ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές
διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις,
από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται
σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται
κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει
ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της
προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε
ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν
περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η
παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της
σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. Η κατά τις προηγούμενες περιόδους παράλειψη
συντελείται, επίσης, με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης από την οποία
συνεπάγεται εμμέσως η βούληση της Διοίκησης να μην προβεί στη ρύθμιση ορισμένης
έννομης σχέσης. 3... 4... 5. Η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς και πριν από τη
συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς
προσφυγής, εφόσον όμως η συντέλεση αυτή έχει επέλθει κατά την πρώτη συζήτηση
του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής. 6... 7... 8. ..». Στο άρθρο 79 παρ. 4 δε
του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι : « Αν η προσφυγή στρέφεται κατά παράλειψης
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς,
είτε ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την παράλειψη και αναπέμπει την υπόθεση στη
Διοίκηση για να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια, είτε απορρίπτει την προσφυγή.
.».
10. Επειδή, από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 1 και 16, 14 παρ.1 και 3 και 16 του ν.703/1977 και
των διατάξεων του άρθρου 63 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας συνάγεται
ότι σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών υπόκεινται τόσο οι αποφάσεις
όσο και οι παραλείψεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ότι δικαίωμα προσφυγής
κατ'αυτών έχει, μεταξύ άλλων, και εκείνος που υπέβαλε καταγγελία για παράβαση
των διατάξεων του ν.703/1977. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του
άρθρου 63 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, παράλειψη οφειλομένης
νόμιμης ενέργειας προσβλητή με προσφυγή ουσίας υπάρχει όταν ειδική διάταξη
νόμου επιβάλλει στη διοίκηση ή την Ανεξάρτητη Αρχή την υποχρέωση να ενεργήσει ή
να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης,
εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από την ειδική αυτή διάταξη προϋποθέσεις
Τέτοια υποχρέωση επιβάλλεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, με τη διάταξη του
άρθρου 24 παρ.4 του ν.703/1977, με την οποία ορίζεται ότι τούτη έχει υποχρέωση
να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες ή σε οκτώ (8) μήνες, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, από την ημερομηνία υποβολής καταγγελίας από φυσικό ή νομικό
πρόσωπο γιά παραβάσεις, μεταξύ άλλων, των άρθρου 1παρ.1 και 2 του εν λόγω νόμου
και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με την έννοια
ότι υποχρεούται να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης καταγγελίας είτε
απορρίπτοντας είτε δεχόμενη αυτή , οπότε και ασκεί τις εξουσίες που τις
παρέχονται από το άρθρο 9 παρ.1 του ίδιου νόμου. Επομένως, η Επιτροπή
Ανταγωνισμού, σε περίπτωση που δεν αποφαίνεται επί παρόμοιας καταγγελίας που
έχει υποβληθεί ενώπιον της παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, η οποία
συντελείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής
Δικονομίας, με την πάροδο άπρακτης της ειδικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών ή
οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας.
11. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων, δικηγόρος παρ'εφέταις και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, υπέβαλε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού την 4344/19.7.2005 καταγγελία σε βάρος των Δικηγορικών Συλλόγων Χαλκιδικής και Κιλκίς και ευρύτερα όλων των μικρών περιφερειακών δικηγορικών συλλόγων της χώρας γιά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, με την παρεμπόδιση ή απαγόρευση της παράστασης δικηγόρων εγγεγραμμένων σε άλλους δικηγορικούς συλλόγους ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών πρωτοδικείων και εφετείων της δικαστικής περιφέρειάς τους, και σε βάρος όλων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας γιά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών,με την απαγόρευση της παράστασης στην υπογραφή συμβολαίων στη περιφέρεια κάθε πρωτοδικείου δικηγόρων εγγεγραμμένων σε άλλους δικηγορικούς συλλόγους. Περαιτέρω, ζήτησε, με την καταγγελία του, από την Επιτροπή Ανταγωνισμού να διενεργήσει σχετική έρευνα γιά τη διαπίστωση του ότι οι καταγγελλόμενες αποφάσεις και πρακτικές των δικηγορικών συλλόγων που προαναφέρθηκαν παραβιάζουν τα άρθρα 1 του ν.703/1977, 81 παρ.1 της Συνθήκης ΕΚ και 1 του Κανονισμού 1/2003 και να λάβει κατασταλτικά και άλλα μέτρα. Μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την υποβολή της καταγγελίας του, προθεσμία μέσα στην οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν εξέδωσε σχετική απόφαση, άσκησε την κρινόμενη προσφυγή κατά της παράλειψης της τελευταίας να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια να εκδώσει απόφαση επί της καταγγελίας του και ζητά την ακύρωσή της.
12. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δέκατη σκέψη της παρούσας απόφασης, με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.4 του ν.703/1977 επιβάλλεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού να εκδώσει απόφαση επί καταγγελίας που υποβάλλεται ενώπιον της από φυσικό ή νομικό πρόσωπο γιά παραβάσεις, μεταξύ άλλων, των άρθρου 1παρ.1 και 2 του ίδιου νόμου και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είτε δεχόμενη είτε απορρίπτοντας αυτή, μέσα στην ειδική προθεσμία των έξι (6) μηνών ή οκτώ( 8) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας, παραλείποντας δε η Επιτροπή Ανταγωνισμού να εκδώσει τέτοια απόφαση μέσα στη συγκεκριμένη προθεσμία παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, η οποία υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, Ενόψει αυτών και του ότι στην υποκείμενη περίπτωση η καθού η προσφυγή Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν επιλήφθηκε της καταγγελίας του προσφεύγοντος, που προαναφέρθηκε και που υποβλήθηκε στις 19.7.2005, και δεν εξέδωσε σχετική απόφαση μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την υποβολή της αλλά ούτε και μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών, μετά από τυχόν παράταση της προθεσμίας των έξι (6) μηνών, παρέλειψε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Κατ'ακολουθίαν, και δεδομένου ότι η πρώτη από τις προθεσμίες αυτές είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής (10.3.2006 ) και η δεύτερη κατά το χρόνο της συζήτησης της (27.9.2006), η σχετική παράλειψη της παραδεκτώς προσβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί τούτης και των παρεμβαινόντων Δικηγορικών Συλλόγων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της κατά τον οποίο με την πάροδο άπρακτης της παραπάνω προθεσμίας των έξι 6) μηνών δεν συντελέστηκε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, καθόσον η προθεσμία αυτή δεν είναι αποκλειστική αλλά ενδεικτική, με την έννοια της έντονης υπόδειξης του νομοθέτη σ'αυτή προς ταχεία ενέργεια και πάντως μέσα σε εύλογο χρόνο, ο οποίος δεν έχει παρέλθει, γιατί η διερεύνηση της παραπάνω καταγγελίας απαιτεί σύνθετη έρευνα και συντονισμό των ενεργειών της Επιτροπής Ανταγωνισμού με ενέργειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκοπός γιά τον οποίο και έχει συσταθεί Ομάδα Εργασίας γιά τα ελεύθερα επαγγέλματα, θα πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη νομική εκδοχή. Και τούτο γιατί, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ο χαρακτηρισμός της πιό πάνω ειδικής προθεσμίας του νόμου δεν συνδέεται με τη συντέλεση ή μη της προσβαλλόμενης με την προσφυγή παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας και το δικαίωμα του καταγγείλαντος σε παροχή δικαστικής προστασίας μετά την άπρακτη πάροδο αυτής αλλά με τη δυνατότητα της Αρχής να εκδώσει έγκυρη απόφαση ή όχι μετά την πάροδό της.
13. Επειδή, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 31 παρ.2 του ν.703/1977, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, με την οποία προβλέπεται η καταβολή παραβόλου, ποσού 300 ευρώ, και τελών συζήτησης, ποσού 100 ευρώ, γιά την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είναι αντισυνταγματική, αφενός μεν γιατί καθιστά απαγορευτική την παροχή δικαστικής προστασίας, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αφετέρου δε γιατί είναι αντίθετη στη δικονομική ισότητα των διαδίκων, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον μόνο αυτός ως ιδιώτης διάδικος έχει τέτοια υποχρέωση και όχι η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο λόγος αυτός της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, γιατί η προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ποσού 300 ευρώ , και τελών συζήτησης, ποσού 100 ευρώ, γιά την άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικείμενη στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένου ότι με τη σχετική ρύθμιση εισάγονται δικονομικές προϋποθέσεις που συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία θα επάγονταν την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από την παραπάνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος. Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης του ιδιώτη διαδίκου σε σχέση με την Επιτροπή Ανταγωνισμού ,εξαιτίας της υποχρέωσης μόνο του πρώτου σε καταβολή παραβόλου και τελών συζήτησης, καθόσον η ιδιομορφία της διοικητικής δίκης συνίσταται στο ότι κινείται μεν με πρωτοβουλία του ιδιώτη στρέφεται, όμως ,κατά διοικητικής πράξης η οποία είναι εξοπλισμένη με το τεκμήριο νομιμότητας, με αποτέλεσμα οι διάδικοι να μην βρίσκονται στην ίδια ακριβώς δικονομική θέση και να είναι δικαιολογημένη η επιβάρυνση του διαδίκου εκείνου, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση την κατ΄ αρχήν υφιστάμενη νομιμότητα ( π.ρ.β.λ. Ολ.Σ.τ.Ε 647/2004,. Σ.τ.Ε 704/2005, 517/2006 κ.ά).
14. Επειδή, η παράλειψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού να αποφανθεί επί της καταγγελίας του προσφεύγοντος που μνημονεύτηκε δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί κατά παραδοχή της προσφυγής. Περαιτέρω, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, κατ'άρθρο 79 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί της πιό πάνω καταγγελίας.
15. Επειδή, πρέπει να απορριφθούν οι
υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού παρεμβάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και
του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής.
16. Επειδή, πρέπει, κατ' άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 703/1977 και 277 παρ. 9 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να οριστεί η επιστροφή στον προσφεύγοντα του
παραβόλου που καταβλήθηκε από αυτόν και να οριστεί η περιέλευση στο Ελληνικό
Δημόσιο των παραβόλων που καταβλήθηκαν από τους παρεμβαίνοντες. Περαιτέρω, το
Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κατ'άρθρο 275 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα,
και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα επιδίκασης δικαστικών
εξόδων μόνο σε βάρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού και το Ελληνικό Δημόσιο μόνο σε
βάρος αυτού, απαλλάσσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού από τα δικαστικά έξοδα του
προσφεύγοντος και τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού
Δημοσίου.
Με τις σκέψεις αυτές
Απορρίπτει την προσφυγή κατά το
μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
Δέχεται την προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Επιτροπής
Ανταγωνισμού.
Ακυρώνει την παράλειψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού να αποφανθεί επί της
4344/19.7.2005 καταγγελίας του προσφεύγοντος.
Παραπέμπει την υπόθεση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί της πιό πάνω καταγγελίας.
Ορίζει την επιστροφή στον
προσφεύγοντα του παραβόλου που καταβλήθηκε από αυτόν.
Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.
Ορίζει την περιέλευση στο Ελληνικό Δημόσιο των παραβόλων που καταβλήθηκαν από τους παρεμβαίνοντες.
Απαλλάσσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος και τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2007 και δημοσιεύτηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2007.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ